- ανάναρκος
- (ananarkus). Γένος κητωδών ψαριών της οικογένειας των φαλαινιδών. Τα κήτη αυτά, που ο τύπος τους είναι μεταξύ δελφινιού και φάλαινας, ζουν στον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό, και ιδίως στις ακτές της Ισλανδίας, της Γροιλανδίας και της Σπιτσβέργης. Είναι μεταναστευτικά και μετακινούνται βορειότερα τον Μάρτιο, ενώ τον Σεπτέμβριο κατεβαίνουν πολύ νοτιότερα, μέχρι τις ακτές της Γαλλίας και της Ισπανίας. Συνήθως ζουν σε ομάδες των 4 έως 10 ατόμων, στα οποία ηγείται το μεγαλύτερο σε ηλικία αρσενικό. Τρέφονται αποκλειστικά με ψάρια. Είναι περιζήτητα για το λίπος τους και τη γλοιώδη ουσία που περιέχεται μέσα στον εγκέφαλό τους, από την οποία κατασκευάζονται κεριά από στεατίνη. Το κεφάλι τους είναι πολύ μεγάλο και σχεδόν τετραγωνικό, λόγω της ιδιαίτερης ανάπτυξης της άνω σιαγόνας. Τα δόντια, λίγα σε αριθμό, με την ενηλικίωση ατροφούν και διατηρείται μόνο ένα ζευγάρι. Ο κυριότερος αντιπρόσωπος του γένους αυτού είναι ο α. ο κοινός. Είναι πολύ μακρύς και αρκετές φορές πλησιάζει τα 10 μ., ενώ το χρώμα του είναι μαύρο. Το ρύγχος του έχει σχήμα μπουκαλιού, γι’ αυτό και οι Άγγλοι τον ονομάζουν bottle-nosed whale (μπουκαλομύτα φάλαινα).
Dictionary of Greek. 2013.